- αλπαγάς
- αλπακά(ς) ο1) см. αλμπαγάς; 2) мельхиор
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλπακάς — αλπακάς, ο και αλπαγάς, ο 1. το μαλλί της προβατοκαμήλας και το απ αυτό ύφασμα: Αυτό το ύφασμα είναι αλπακάς. 2. μέταλλο αργυρόχρωμο, ανοξείδωτο: Τα μαχαιροπίρουνα αυτά είναι από αλπακά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)